μαγνάδι

μαγνάδι
το (Μ μαγνάδι[ο]ν)
λεπτό, αραχνοΰφαντο κάλυμμα τού κεφαλιού, πέπλο, μπόλια, καλύπτρα
νεοελλ.
κάθε λεπτό και αραιά υφασμένο πανί, όπως το πανί τής κρησάρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μανός «αραιός» (μανόν > μανάδι > μαγνάδι) με ανάπτυξη -γ- προ τού -ν- (πρβλ. σύννεφα: σύγνεφα, νοιάζομαι: γνοιάζομαι). Η ανάπτυξη τού -γ-μπορεί να ερμηνευθεί και ως αποτέλεσμα συμφυρμού τού μανός με το επίθ. ἀγνύς «αραιός». Κατ' άλλους, ο τ. μαγνάδι < ἀγνάδι < ἀγανός «λεπτός, αραιός», με επίδραση τής λ. μαντήλι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαγνάδι — το ιού, κάλυμμα του κεφαλιού με λεπτή ύφανση, πέπλος: Χόρευε τυλιγμένη μ’ ένα μαγνάδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαγνιά — η λεπτό και αραιό αραχνοΰφαντο ύφασμα, πέπλο, μαγνάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. μανός «χαλαρός, αραιός», + κατάλ. ιά, με ανάπτυξη γ προ τού ν (πρβλ. μαγνάδι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”